- τυχόντας
- τυγχάνωhappen to be ataor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VITEM dare — apud Aelium Spartianum, Hadriano, c. 10. nulli vitem, nisi robusto ac bonae famae, dedit: est Centurionem facere. His enim cum ad in muneris promoverentur, vitis in manu dabatur, verberando militi, qui deliquisset, unde Vitis Centurionatus… … Hofmann J. Lexicon universale
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek
τυχάρπαστος — η, ο 1. ο αρπαγμένος στην τύχη, όποιος τύχει, ο πρώτος τυχόντας: Σε τέτοια υπεύθυνη θέση δε θα βάλω τυχάρπαστο. 2. που αναδείχτηκε από την τύχη, από τις τυχαίες περιστάσεις και όχι από την ικανότητά του: Δεν έγινε με την αξία του, είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυχαίος — α, ο επίρρ. α και ως 1. που γίνεται στην τύχη και όχι σκόπιμα, απρόβλεπτος, συμπτωματικός: Τυχαία συνάντηση. 2. ο πρώτος τυχόντας, ο οποιοσδήποτε, ο άγνωστος, ο ασήμαντος, ο μηδαμινός: Δεν είναι τυχαίος γιατρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)